αναισιμοω

αναισιμοω
    ἀναισιμόω
    ἀν-αισῐμόω
    (у)потреблять, расходовать, тратить
    

(σῖτον, ἑκατὸν τάλαντα ἔς τι Her.)

    ἀναισιμοῦνται ἡμέραι ἐνενήκοντα Her.(на дорогу) требуется 90 дней;
    ποῦ ταῦτα ἀναισιμοῦται ; Her. — куда это девается?


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναισιμοω" в других словарях:

  • ἀναισιμοῦν — ἀναισιμόω use up pres part act masc voc sg (ionic) ἀναισιμόω use up pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic) ἀναισιμόω use up pres inf act (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμῶσι — ἀναισιμόω use up pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἀναισιμόω use up pres subj act 3rd pl (ionic) ἀναισιμόω use up pres subj act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμῶσιν — ἀναισιμόω use up pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἀναισιμόω use up pres subj act 3rd pl (ionic) ἀναισιμόω use up pres subj act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμῶ — ἀναισιμόω use up pres subj act 1st sg (ionic) ἀναισιμόω use up pres ind act 1st sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμουμένη — ἀναισιμόω use up pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμοῦνται — ἀναισιμόω use up pres ind mp 3rd pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμοῦσθαι — ἀναισιμόω use up pres inf mp (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμοῦται — ἀναισιμόω use up pres ind mp 3rd sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμούμενοι — ἀναισιμόω use up pres part mp masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμῶσαι — ἀναισιμόω use up aor inf act (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναισιμώσωσι — ἀναισιμόω use up aor subj act 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»